- υδραύλακας
- ο / ὑδραῡλαξ, -αύλακος, ΝΜαυλάκι στο οποίο κυλάει νερό ή αυλάκι με το οποίο μεταφέρεται νερό σε χαμηλότερα σημεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + αὖλαξ, -ακος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… … Dictionary of Greek